- ἀπορία
- ἡ ἀπορία ['безысходность'] 1. тяжелое положение, нехватка средств; 2. непреодолимое (умственное) затруднение, недоумение, апория
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ἀπορία — ἀπορίᾱ , ἀπορία being fem nom/voc/acc dual ἀπορίᾱ , ἀπορία being fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίᾳ — ἀπορίαι , ἀπορία being fem nom/voc pl ἀπορίᾱͅ , ἀπορία being fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορία — η 1. δύσκολη, στενόχωρη θέση: Βρισκόταν σε απορία, τι να κάνει. 2. αμφιβολία, αβεβαιότητα, άγνοια: Για να λύσει τις απορίες του, διάβαζε και ρωτούσε. 3. έκπληξη για κάτι, παραξένεμα: Έμαθα με απορία ότι αποφάσισες να πολιτευτείς. 4. έλλειψη πόρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… … Dictionary of Greek
ἀπορίας — ἀπορίᾱς , ἀπορία being fem acc pl ἀπορίᾱς , ἀπορία being fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαι — ἀπορία being fem nom/voc pl ἀπορίᾱͅ , ἀπορία being fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαν — ἀπορίᾱν , ἀπορία being fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαιν — ἀπορία being fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαις — ἀπορία being fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίη — ἀπορία being fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίην — ἀπορία being fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)